- Λουί
- (Louis). Όνομα βασιλιάδων της Γαλλίας. Βλ. λ. Λουδοβίκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Λουί, Βικτόρ — (Victor Louis, 1731 – 1800). Γάλλος αρχιτέκτονας. Ο Λ. ήταν εκπρόσωπος μιας κλασικής αντίληψης της αρχιτεκτονικής, η οποία συνδυαζόταν με πλήθος διακοσμητικών στοιχείων. Χαρακτηριστικό έργο των αρχιτεκτονικών του αντιλήψεων είναι το θέατρο του… … Dictionary of Greek
Λουί, Πιερ — (Pierre Louys, Γάνδη 1870 – Παρίσι 1925). Γάλλος συγγραφέας. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, σπούδασε στο λύκειο Ζανσόν ντε Σεγί και στη Σορβόνη. Σε ηλικία 21 ετών άρχισε να εκδίδει το περιοδικό Η κόγχη, στο οποίο συνεργάζονταν οι λογοτέχνες… … Dictionary of Greek
Λιμιέρ, Λουί Ζαν και Ογκίστ Μαρί — (Louis Jean Lumière, Μπεζανσόν 1864 – Μπαντόλ Βαρ 1948· August Marie Lumière, Μπεζανσόν 1862 – Λιόν 1954). Εφευρέτες και πρωτοπόροι του γαλλικού κινηματογράφου. Στους αδελφούς Λ. οφείλεται η ανακάλυψη της συσκευής με την ονομασία κινηματογράφος… … Dictionary of Greek
Ζιροντέ Τριοζόν, Αν Λουί — (Anne Louis Girodet Trioson, Μονταρζί 1767 – Παρίσι 1824). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου ζωγράφου Αν Λουί Ζιροντέ ντε Ρουί. Παρότι υπήρξε μαθητής του Ζακ Λουί Νταβίντ, απομακρύνθηκε από το νεοκλασικό πνεύμα του δασκάλου του, προοιωνιζόμενος… … Dictionary of Greek
Ζουβέ, Λουί — (Louis Jouvet, Κροζόν, Φινιστέρ 1887 – Παρίσι 1951). Γάλλος ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, σκηνοθέτης, σκηνογράφος και διευθυντής θεάτρου. Αφετηρία της θεατρικής του σταδιοδρομίας (1906 50) υπήρξε η ομάδα Action d’ Art. Το 1913 πήρε … Dictionary of Greek
Νταβίντ, Ζακ-Λουί — (Jacques LouisDavid, Παρίσι 1748 – Βρυξέλλες 1825). Γάλλος ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του νεοκλασικισμού. Οι επιδράσεις από την τέχνη του πρώτου του δάσκαλου, του Φρανσουά… … Dictionary of Greek
Λε Βο, Λουί — (Louis Le Vau, Παρίσι 1612 – 1670). Γάλλος αρχιτέκτονας. Ήταν μαθητής του Μανσάρ και ανέπτυξε τη δραστηριότητά του στις αρχές της βασιλείας του Λουδοβίκου ΙΔ’. Το μέγαρο Μποτρ είναι το πρώτο έργο που του αποδίδεται και, αντίθετα από τον δάσκαλό… … Dictionary of Greek
Μπράιγ, Λουί — (Luis Braille, Κουβρέ 1809 – Παρίσι 1852). Γάλλος εφευρέτης του αλφάβητου για τους τυφλούς, που φέρει το όνομά του. Έχασε την όρασή του από ατύχημα και εκπαιδεύτηκε στο Ίδρυμα των Τυφλών στο Παρίσι, όπου σπούδασε μουσική και έγινε επιδέξιος… … Dictionary of Greek
Αραγκόν, Λουί — (Louis Aragon, Παρίσι 1897 – Παρίσι 1982). Γάλλος ποιητής και μυθιστοριογράφος. Ολόκληρο το έργο του κυριαρχείται από τρεις δυνάμεις: την πολιτική στράτευση, την πατρίδα και τον έρωτα για τη γυναίκα του, την Έλσα Τριολέ, στην οποία, όπως λέει,… … Dictionary of Greek
Γκέι-Λουσάκ, Ζοζέφ Λουί — (Joseph Louis Gay Lussac, Σεν Λεονάρ 1778 – Παρίσι 1850). Γάλλος χημικός και φυσικός. Σπούδασε στην πολυτεχνική σχολή του Παρισιού, όπου το 1809 έγινε καθηγητής της χημείας· συγχρόνως ανέλαβε την έδρα της φυσικής στη Σορβόνη. Οι εργασίες του Γ. Λ … Dictionary of Greek